Πώς επηρεάζουν οι υδατάνθρακες τον μεταβολισμό

12.02

Ορισμένοι (τυχεροί) άνθρωποι έχουν εκ γενετής γρήγορο μεταβολισμό, χαρακτηριστικό που πιθανότατα κληρονόμησαν από τους γονείς τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα γονίδιά μας είναι η μοναδική παράμετρος που καθορίζει τον ρυθμό των καύσεων. Αρκετοί ακόμη παράγοντες, κυρίως οι καθημερινές μας συνήθειες, λειτουργούν υπέρ ή εναντίον μας στη… μάχη του αδυνατίσματος.

Η αναζήτηση επιστημονικά αξιόπιστων και κατά προτίμηση φυσικών μεθόδων ενίσχυσης του μεταβολισμού καλά κρατεί ακόμη και σήμερα και στο πλαίσιο αυτό μια νέα μελέτη έρχεται να εξερευνήσει τον ρόλο των υδατανθράκων στον ρυθμό καύσης θερμίδων.

Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν ανακάλυψαν ότι μια διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες συνδέεται με θετικές μεταβολές στον μεταβολικό ρυθμό, τουλάχιστον στις γυναίκες. Επίσης, μικρές αλλαγές στις καθημερινές συνήθειες, όπως ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στο γεύμα και στη γυμναστική, είναι δυνατό να κάνουν μεγάλη διαφορά.

Για να καταλήξουν στα συμπεράσματα αυτά, οι επιστήμονες μελέτησαν 32 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ηλικίας 50-65 ετών, τις οποίες χώρισαν σε τέσσερις ομάδες: διατροφή με πολλούς υδατάνθρακες (60%), διατροφή με πολλούς υδατάνθρακες + γυμναστική, διατροφή με λίγους υδατάνθρακες (30%), διατροφή με λίγους υδατάνθρακες + γυμναστική. Όλες οι γυναίκες ήταν μεταβολικά υγιείς και δεν εκδήλωναν σημάδια διαβήτη ή προδιαβήτη. Οι συμμετέχουσες κατανάλωναν μέσα στην ημέρα τρία γεύματα με ίδιο αριθμό θερμίδων. Το πρόγραμμα γυμναστικής που ακολούθησαν οι μισές από συμμετέχουσες είχε διάρκεια δύο ώρες και ήταν ήπιας έντασης.

Η διατροφή με λίγους υδατάνθρακες οδήγησε σε 30% μικρότερη αντίσταση στην ινσουλίνη μετά το φαγητό. Η επίδραση αυτή είναι σημαντικότατη, αφού η ινσουλίνη εξασφαλίζει σωστή αξιοποίηση των υδατανθράκων, ενώ από την άλλη τα άτομα που εκδηλώνουν αντίσταση στην ινσουλίνη είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2.

Όσον αφορά τη σωματική άσκηση, οι γυναίκες στη μελέτη σταματούσαν να γυμνάζονται μία ώρα πριν το γεύμα τους, κάτι που οδήγησε σε αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. «Κατά τη διάρκεια της γυμναστικής χρειαζόμαστε ενέργεια και [εάν το στομάχι είναι άδειο] ενεργοποιούνται ορμόνες που προωθούν την απελευθέρωση σακχάρων από το συκώτι» εξηγεί η Καταρίνα Μπόρερ, η βασική συντάκτης της σχετικής μελέτης, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση PLOS One.

«Οι περισσότεροι ιστοί του σώματος αναπτύσσουν αντίσταση στην ινσουλίνη προκειμένου να επιτρέψουν στον εγκέφαλο και στους μυς να χρησιμοποιήσουν αυτά τα επιπλέον σάκχαρα. Εάν όμως δεν χρησιμοποιηθεί όλη η διαθέσιμη ποσότητα σακχάρων κατά τη διάρκεια της γυμναστικής, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα θα παραμείνουν υψηλά». Έτσι, συνιστάται η σωματική άσκηση μετά το φαγητό και όχι με άδειο στομάχι, ώστε το «καύσιμο» που χρειάζεται ο οργανισμός να προέλθει από το ίδιο το γεύμα και όχι από το συκώτι. Η Μπόρερ συνιστά να γυμναζόμαστε σε διάστημα έως 40 λεπτών μετά από ένα γεύμα.