Ράγισαν και οι πέτρες. Πως είπε αντίο η Ντόρα…Σήκω επάνω ψηλέ περήφανε πατέρα μου…

13.28

«Τελικά, ήρθαμε στα Χανιά για του Αγίου Πνεύματος…Το ήθελες τόσο πολύ».
 
Έτσι ξεκίνησε τον επικήδειο της η Ντόρα Μπακογιάννη προς τον πατέρα της Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
 
«Δεν ξέρω αν βλέπεις, αλλά τα Λευκά Όρη, κρατούν ακόμα χιόνι στις κορυφές τους»
 
Μέσα σε τέσσερα περίπου λεπτά, όσο κράτησε ο επικήδειος της κόρης προς τον πατέρα, ράγισαν και οι πέτρες από τη συγκίνηση. Η αγάπη που του είχε ως η μεγαλύτερη του κόρη, αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά, ήταν τεράστια.
 

Και συνέχισε παρακάτω η κα Μπακογιάννη,
 
«Είμαστε όλοι εδώ. Όλη η οικογένεια. Μα πάνω απ’ όλα οι φίλοι σου που σταθήκανε δίπλα σου, σε όλες τις μάχες της ζωής σου. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Όλοι αυτοί που μια ζωή ακουμπούσες και ακουμπούσαν πάνω σου. Μίλησαν πολύ αυτές τις μέρες. Καλά και τιμητικά.
 
Σήμερα όμως εδώ δεν είμαστε για να μιλήσουμε για την πολιτική. Για όλα εκείνα τα σωστά που είπες και έκανες.
 
Είμαστε εδώ για να σου πούμε το μεγάλο ευχαριστώ και το πικρό αντίο…
Σε ευχαριστούμε για την ανθρωπιά σου, για τη λεβεντιά σου, για την καλοσύνη σου, για το περίσσευμα καρδίας που μας δίδαξες και το παράδειγμα σου.
 
Σε ευχαριστούμε που μας έμαθες να αγαπάμε την Κρήτη. Σε ευχαριστούμε που μας δίδαξες να τιμάμε τις φιλίες μας, το λόγο μας, το χρέος και την ευθύνη μας.
 
Σε ευχαριστούμε για την αστείρευτη πηγαία αισιοδοξία σου. Για την πίστη σου ότι τελικά όλα θα πάνε καλά. Για τον τόπο πέρα και πάνω απ’ όλα.
 
Όταν σου είπα πριν λίγες ημέρες ότι η χώρα δεν πάει καλά, μου είπες να έχω πίστη στους Έλληνες, ότι η Ελλάδα θα ξανασηκωθεί.
 
Σε ευχαριστούμε που μας δίδαξες να λυγίζουμε αλλά να μην σπάμε, να πέφτουμε αλλά να ξανασηκωνόμαστε.
 
Που να βρω τη δύναμη να σε αποχαιρετήσω; Οι λέξεις δένουν κόμπο το λαιμό και με πνίγουν, ίσως είμαι η πιο ακατάλληλα να μιλάω αυτήν την ώρα. Στέκω όμως όρθια στη γη που τόσο αγάπησες. Και προσπαθώ στην περηφάνια μου για σένα να βρω την αντοχή….
 
Δε ζύγιαζες, δε μετρούσες, δε βολεύτηκες, δε χώρεσες ποτέ σε όλα εκείνα που είπαν πως δεν ακούγονται καλά, σε όλες τις μικρότητες και τους μικρούς, τους λίγους, στα κρυφά..
Δε χώρεσες, ήσουν ψηλός βλέπεις…
 
Και το βλέμμα σου δεν ήξερε παρά να απλώνεται. Δε χώρεσε και η αγάπη σου, για τη γη τούτη που σε γέννησε, για έναν ολόκληρο τόπο που τον πόνεσες, για το λαό που πίστεψες , για έναν – έναν τους ανθρώπους του, για τη μάνα μας κυρίως, για μας…
 
Χωράς τώρα πιο πολύ εδώ. Χωράς ψηλέ περήφανε πατέρα μου. Σήκω επάνω. Σήκω πάνω γιατί χρειαζόμαστε λίγο ακόμα, ίσα να μας βγάλεις πάλι στο ξέφωτο. Σήκω πάνω γιατί άδειασε ο τόπος και θα μείνουν τα βουνά απερπάτητα…
 
Σήκω πάνω γιατί έχουν έρθει φίλοι πολλοί… και δεν πάει να τους πω πως απόθανες…
 
Σήκω πάνω γιατί θα χαράξει και δε θα΄σαι…»