Ποιες είναι οι επιπτώσεις της απόφασης Ντράγκι στην πραγματική οικονομία

11.01
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να «αποκλείσει» τις ελληνικές τράπεζες από τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και να τις οδηγήσει στο μηχανισμό έκτακτης χορήγησης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance- ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να έχει περιορισμένες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία της Ελλάδος, αλλά μπορεί και να εξελιχθεί και σε σοβαρή πληγή. Ο καθοριστικός παράγοντας που θα κρίνει τη μία ή την άλλη εξέλιξη είναι ο βαθμός ωριμότητας και ψυχραιμίας των Ελλήνων αποταμιευτών.
 
Πιο σχηματικά: Μετά τις 11 Φεβρουαρίου οι ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορούν να αντλούν χρηματοδότηση από τον τεράστιο κουμπαρά της ΕΚΤ από τον οποίο σήμερα αντλούν περίπου 45 δισ. ευρώ με επιτόκιο 0,05%, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν αναγνωρίζει από χθες ως επαρκείς τις εξασφαλίσεις (ενέχυρα) που διαθέτουν και που σε συντριπτικό βαθμό σχετίζονται με χρηματοδοτικά μέσα (ομόλογα- εγγυήσεις) που εκδίδονται ή είναι εγγυημένα από το Ελληνικό Δημόσιο.
 
Έτσι, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να απευθύνονται υποχρεωτικά στις πράξεις έκτακτης χορήγησης ρευστότητας του ELA για να λαμβάνουν τη ρευστότητα που χρειάζονται. Μέσω αυτών θα υποκαταστήσουν την ρευστότητα ύψους 45 δισ. ευρώ που αντλούσαν από την ΕΚΤ, αλλά πλέον θα είναι αναγκασμένα να δανείζονται με επιτόκιο 1,55% περίπου. Σημειώνεται πως το 2012, οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν να έχουν έκθεση στον ELA άνω των 120 δισ. ευρώ και εκείνη την περίοδο το κόστος δανεισμού μέσω του έκτακτου μηχανισμού ξεπερνούσε το 3%, ήτοι ήταν διπλάσιο σε σχέση με σήμερα.
 
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην περίπτωση του ELA λαμβάνει σχεδόν διπλάσιες εξασφαλίσεις (ενέχυρα) από τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς είναι αυτή που επωμίζεται το κόστος και τους κινδύνους που προκύπτουν από τις πράξεις έκτακτης χορήγησης ρευστότητας. Αξίζει να σημειωθεί πως η χορηγηθείσα ρευστότητα, μέσω των πράξεων ELA στις ελληνικές τράπεζες ήταν μηδενική στις 31.12.2014, ανερχόταν στα 9,8 δισ. ευρώ στις 31.12.2013, ενώ στις 31.12.2012 ήταν στα 101,8 δισ. ευρώ!
 
Αξίζει να αναφερθεί ότι από τις 22 Μαρτίου 2013 ήταν γνωστό στις ελληνικές τράπεζες, αλλά και σε όλες τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ, ότι από την 1η Μαρτίου 2015 δεν θα γίνονται αποδεκτές ως εξασφαλίσεις από την ΕΚΤ καλυμμένες ομολογίες στο κάλυμμα των οποίων συμπεριλαμβάνονται τραπεζικά ομόλογα που φέρουν κρατική εγγύηση, αλλά έχουν εκδοθεί από το ίδιο πιστωτικό ίδρυμα (ή οντότητα στενά συνδεδεμένη με αυτό) το οποίο τις προσκομίζει στο Ευρωσύστημα ως εξασφαλίσεις.
 
Ακόμη ήταν γνωστό ότι οι αντισυμβαλλόμενοι του Ευρωσυστήματος θα μπορούσαν μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2015 να προσκομίζουν ως εξασφαλίσεις ομόλογα τα οποία έχουν εκδώσει οι ίδιοι και φέρουν κρατική εγγύηση (αλλά δεν αποτελούν καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες) συνολικής αξίας μέχρι της ονομαστικής αξίας των ομολόγων. Η ΕΚΤ απλά χθες «κούρεψε» τη σχετική καταληκτική προθεσμία κατά 17 ημέρες.
 
Ο παράγοντας «καταθέσεις»
 
Η αύξηση ή η μείωση των ποσών που αναγκάζονται να αντλούν οι τράπεζες μέσω του ELA συνδέεται άμεσα με τα επίπεδα των καταθέσεων. Τον προηγούμενο Απρίλιο η εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών, η εκ νέου πρόσβαση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε χρηματοδότηση μέσω πράξεων του Ευρωσυστήματος και η επαναφορά τους στις διεθνείς χρηματαγορές, μηδένισαν την έκθεσης των ελληνικών τραπεζών στον ELA. Το ίδιο διάστημα το απόθεμα των ελληνικών καταθέσεων είχε βρεθεί στα υψηλότερα επίπεδα της διετίας (165 δισ. ευρώ περίπου).
 
Σήμερα το υφιστάμενο απόθεμα καταθέσεων εκτιμάται στα 146 δισ. ευρώ, ενώ οι χορηγήσεις ανέρχονται σε 210 δισ. ευρώ περίπου. Αυτό απλά σημαίνει πως οι τράπεζες εμφανίζουν ένα κενό ρευστότητας 64 δισ. ευρώ (το κενό ρευστότητας στις αρχές Δεκεμβρίου ήταν μόλις 49 δισ. ευρώ). Όπως προαναφέρθηκε τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα μέχρι και τις Φεβρουαρίου θα μπορούν να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του κενού ρευστότητας τους από τις πράξεις χρηματοδότησης της ΕΚΤ, αλλά εν συνεχεία η μοναδική πηγή άντλησης ρευστότητας θα είναι ο ELA.
 
Εάν η κατάσταση σε επίπεδο καταθέσεων παραμείνει στα υφιστάμενα επίπεδα θα είναι πολύ πιο εύκολο για τα τραπεζικά ιδρύματα να διαχειριστούν το ζήτημα της ρευστότητας τους. Εάν δεν επικρατήσει ψυχραιμία στα γκισέ οι τράπεζες θα είναι αναγκασμένες να αντλούν ολοένα και μεγαλύτερα ποσά από τον ELA. Ειδικά εάν κληθούν να καλύψουν πρόσθετες εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, οι ανάγκες της ρευστότητας τους θα διογκωθούν περαιτέρω. Σήμερα η έκθεση των τραπεζών στον ELA είναι 5 δισ. ευρώ και προφανώς μέχρι το πρόσφατο ιστορικό υψηλό των 120 δισ. ευρώ υπάρχει μεγάλο περιθώριο.
 
Οι νομικοί περιορισμοί
 
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε χθες να διατηρήσει την παρασχεθείσα έκτακτη χρηματοδότηση (ELA) προς την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου. Μετά από αυτή την ημερομηνία η χορήγηση έκτακτης χρηματοδότησης θα επανεξετασθεί.
 
Η ΕΚΤ συνδέει τη χορήγηση ELA με τη δρομολόγηση προγράμματος της ΕΕ και του ΔΝΤ το οποίο θα διασφαλίζει τη φερεγγυότητα των τραπεζών που λαμβάνουν τη χρηματοδότηση αυτή. Εάν οι τράπεζες κριθούν μη φερέγγυες τότε μπορεί να μην εγκρίνει τη χορήγηση της ρευστότητας (η ελληνική πλευρά υποστηρίζει πως ο περιορισμός αυτός δεν προκύπτει από το καταστατικό της ΕΚΤ).
 
Ωστόσο, μετά τα πρόσφατα τεστ αντοχής της ΕΚΤ που κατέδειξαν την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών και δεδομένου ότι αυτές εποπτεύονται από τον νέο Μηχανισμό Εποπτείας (SSM) της ΕΚΤ θέμα φερεγγυότητας των ελληνικών τραπεζών δεν τίθεται – άμεσα τουλάχιστον.
 
Εάν η Ελλάδα δεν καταθέσει αίτημα για παράταση τους υφιστάμενου προγράμματος έως τις 28 Φεβρουαρίου ή αίτημα για νέο πρόγραμμα, τότε το ΔΣ της ΕΚΤ από τις 4 Μαρτίου και μετά θα καλείται κάθε δύο εβδομάδες να ανανεώνει την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στον ELA και να γνωμοδοτεί για το εάν είναι φερέγγυες ή όχι.
 
Προφανώς, ακόμη και εάν οι καταθέσεις παραμείνουν στα υφιστάμενα επίπεδα τόσο το κόστος άντλησης ρευστότητας μέσω του ELA, όσο και η ανάγκη των τραπεζών να κρατήσουν σε διαχειρίσιμα επίπεδα το κενό ρευστότητας τους, θα έχουν ως αποτέλεσμα να συγκρατηθούν οι εκταμιεύσεις δανείων και να μειωθεί έτσι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
 
 
 
Θανάσης Κουκάκης
 
Newsroom ΔΟΛ