Εκλογές: Μια σημαντική ευκαιρία συναίνεσης

16.03

Η Ελλάδα, από την επόμενη μέρα της Μεταπολίτευσης, άρχισε να αναπτύσσεται σχεδόν γραμμικά. Κάθε χρόνος ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το 1974 το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν περίπου 1400 δολάρια, το 1980 ήταν 5000 δολάρια, το 1990 15000 δολάρια και το 2007 ήταν 27000 δολάρια. Μέσα σε τριάντα χρόνια η Ελλάδα κατάφερε να είναι στις πρώτες 30 πλουσιότερες χώρες του πλανήτη. Μπόρεσε από το 1994 μέχρι το 2002 να έχει πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, κατάφερε στη δεκαπενταετία 1990-2004 να αναπτύξει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις υποδομές της (Αεροδρόμιο, Μετρό, εθνικές οδοί, γέφυρες, σήραγγες, Ολυμπιακά έργα κ.λ.π.). κατάφερε ακόμη να ενταχθεί στον πυρήνα της Ε.Ε., στο κοινό νόμισμα, στα ανοικτά σύνορα και στην ελεύθερη διακίνηση προσώπων, υπηρεσιών, προϊόντων και κεφαλαίων. Αυτό σημαίνει ότι εντάχθηκε στις αναπτυγμένες χώρες τουλάχιστον ως προς το επίπεδο ζωής των κατοίκων της.

Δυστυχώς η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της χώρας δεν εξελίχθηκαν στον ίδιο βαθμό. Σταδιακά ο μεγαλύτερος καταναλωτής της οικονομίας ήταν το κράτος και ταυτόχρονα ο κρατικός τομέας ήταν ο πιο αντιπαραγωγικός. Εν τω μεταξύ το δημογραφικό πρόβλημα έγινε ολοένα και πιο έντονο και η τάση όλων, πολιτών και πολιτικών, ήταν οι μεν να διεκδικούν οι δε να αποδέχονται και να θεσμοθετούν ολοένα και λιγότερα χρόνια εργασίας?
Να θυμηθούμε ότι το 1995-1996, είχε συνταχθεί η περίφημη έκθεση Σπράου, απόρροια της οποίας ήταν η προσπάθεια της νομοθετικής ρύθμισης Γιανίτση για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού. Να θυμηθούμε επίσης, ότι σύσσωμος σχεδόν ο πολιτικός κόσμος, με εξαίρεση τον εκσυγχρονιστικό πυρήνα της Κυβέρνησης Σημίτη, αντέδρασε σφοδρά στις ρυθμίσεις αυτές. Οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ, προεξάρχοντος τότε των Κυρίων Πολυζωγόπουλου και Φωτόπουλου, οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, το Συνασπισμού, η λαϊκίστικη τότε Νέα Δημοκρατία, έκαναν ότι μπορούσαν να καταργήσουν τη ρύθμιση αυτή και τα κατάφεραν, με την αμέριστη στήριξη του Ελληνικού λαού. Το 2001, ενταφιάστηκε η απόπειρα βελτίωσης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού. Το 2003, ήταν ο πρώτος ελλειμματικός προϋπολογισμός.

Οι προϋπολογισμοί παρέμειναν ελλειμματικοί, μέχρι και το 2013, με κορύφωση το Έλλειμμα του 2009, το οποίο ξεπέρασε το 15%, δηλαδή 25 δις, ενώ το 2008, το Έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου (εισαγωγές-εξαγωγές) έφτανε τα 35 δις. Ο εκτροχιασμός που συνέβη από το 2003 και μετά και κυρίως από το 2006 μέχρι το 2009, δεν οφείλεται ούτε στους Ολυμπιακούς αγώνες, που θεωρητικά είχαν κόστος 10-15 δις, ούτε στη διαφθορά (το σύνολο της διαφθοράς στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια δεν ξεπερνά τα 3 δις), οφείλεται κυρίως σε μια τεράστια αύξηση της γενικότερης σπατάλης των κρατικών δαπανών, οι οποίες ξέφυγαν σε όλα τα επίπεδα, με κύρια επιβάρυνση την άκρατη αύξηση των ασφαλιστικών δαπανών, της φαρμακευτικής δαπάνης, των δαπανών ιατρικής περίθαλψης, και της σπατάλης των δημοσίων επενδύσεων.

Αρκεί να πούμε ότι η ετήσια φαρμακευτική δαπάνη ήταν περίπου 2,5 δις το 2003 για να φτάσει τα 8 δις το 2009.
Όταν το 2009-2010, οι αγορές θεώρησαν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί κυρίως λόγω της αδυναμίας κάλυψης των Ελλειμμάτων, να αποπληρώνει ομαλά τα χρέη της, απλά έπαψαν να τη δανείζουν. Έτσι τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της διάσωσης ενός κράτους μέλους της Ευρωζώνης. Το ευτύχημα ήταν ακριβώς ότι η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωζώνης, έπρεπε να διασωθεί. Αν η κατάσταση αυτή συνέβαινε με τη δραχμή, τότε ήδη θα είμαστε σε επίπεδο Ζιμπάμπουε.
Όμως οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν άρθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Αντί να θεωρήσουν την περίσταση ότι είχε ανάγκη από συναινετικές διαδικασίες και επείγουσες δράσεις, συνέχισαν να δρουν με βάση τη συνήθεια χρόνων, που σήμαινε ότι περιμένω στη γωνία και υπονομεύω την κυβέρνηση μέχρι να γίνω Κυβέρνηση. Η κήρυξη του λεγόμενου αντιμνημονιακού αγώνα, αποτέλεσε κατά τη γνώμη μου ένα έγκλημα σε βάρος της χώρας. Με τη φρούδα ελπίδα ότι υπάρχει εναλλακτική λύση με την οποία μπορούμε να επανέλθουμε στην προηγούμενη κατάσταση χωρίς θυσίες αλλά και με παροχές, οδηγήσαμε το λαό να αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια που είχε την κατεύθυνση της επιβολής μικρότερων θυσιών προκειμένου να διατηρηθούν τα μείζονα κεκτημένα.

Κάθε καθυστέρηση, κάθε αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις, σήμαινε και σημαίνει αύξηση των αναγκών της χώρας και της κοινωνίας και μείωση των δυνατοτήτων της να τις αντιμετωπίσει. Έτσι βιώνουμε ήδη τον 6 χρόνο της λεγόμενης κρίσης, με συρρικνωμένο εισόδημα (βρίσκεται ήδη στα 21000 δολάρια το κατακεφαλήν εισόδημα) αλλά και με αυξημένες ανισότητες, δεδομένου ότι η κρίση χτύπησε κυρίως τους οικονομικά ασθενέστερους και εκείνους που δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα. Ακόμη όμως και έτσι, η Ελλάδα εξακολουθεί να ανήκει στον κύκλο των πλουσιότερων χωρών του κόσμου. Όμως οι στρεβλώσεις υπάρχουν. Αρκεί να δούμε το εξής στοιχείο: Σήμερα είμαστε μεταξύ 30-31 θέσης από άποψη κατακεφαλήν εισοδήματος, αλλά περίπου στην 91 από την άποψη ανταγωνιστικότητας. Αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική οικονομία, ενισχύεται από εξωγενείς παράγοντες και δεν είναι ακόμη δυνατό να αυτοτροφοδοτηθεί και να διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο που είναι τώρα. Αν δηλαδή μείνουμε μόνοι μας εκτός Ευρώπης με ίδιες δυνάμεις, δικό μας νόμισμα κλπ, η ισορροπία θα επέλθει ανάλογα με την ανταγωνιστικότητά μας δηλαδή στη παγκόσμια κατάταξη κατακεφαλήν εισοδήματος θα κατρακυλήσουμε προς την 90η θέση στον κόσμο?
Όλα αυτά τι δείχνουν; Ότι χρειάζεται να συναινέσουμε όλοι, πολιτικοί και πολίτες στην ανάγκη γρήγορων μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά μας, θα προσελκύσουν επενδύσεις, θα μειώσουν το σπάταλο δημόσιο τομέα και βέβαια θα μειώσουν την ανεργία, ώστε να βοηθηθεί ταυτόχρονα και η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού, το οποίο αποτελεί αυτή τη στιγμή κυριολεκτικά βόμβα στα θεμέλια του οικονομικού μας συστήματος.

Να πάμε λοιπόν σε εξάλειψη της γραφειοκρατίας, να καθιερώσουμε τα μη κρατικά πανεπιστήμια και να αναβαθμίσουμε τα δημόσια, να αλλάξουμε από το νηπιαγωγείο το σύστημα, αλλά και το πνεύμα της εκπαίδευσης, να μειώσουμε τον κρατισμό και να δομήσουμε ένα κράτος επιτελικό, με σχεδιασμό και αποτελεσματικότητα, βοηθό και όχι δυνάστη του πολίτη, να δημιουργήσουμε σοβαρούς και αδέκαστους ελεγκτικούς μηχανισμούς, αποτελεσματική και σύγχρονη δικαιοσύνη και βεβαίως, να στραφούμε προς την επιχειρηματικότητα και την παραγωγική ανασυγκρότηση, δίνοντας προτεραιότητα στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και στους τομείς που παραδοσιακά στηριζόμαστε όπως είναι η ναυτιλία, το εμπόριο και ο τουρισμός. Πως μπορεί να γίνουν αυτά; Με τη νοοτροπία που μέχρι τώρα επικρατεί, δύσκολα μπορούν να γίνουν. Πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία κατ αρχήν οι πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούν εξουσία. Η εξουσία πρέπει να είναι το μέσον για μεταρρυθμίσεις δεν είναι αυτοσκοπός.
Επίσης απαιτείται συναίνεση. Να συμφωνήσουν όλοι στα βασικά. Να αλλάξουν πρώτα από όλα τις μεταξύ τους σχέσεις. Να μπορούν να διαλέγονται εποικοδομητικά και να μπορούν να αξιολογούν τις ανάγκες της κοινωνίας χωρίς ιδιοτέλειες. Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο.