Η αντιμετώπιση της οπλοκατοχής ως παράδειγμα αναποτελεσματικότητας…

12.05

Είναι γνωστή σε όλους η έφεση των Κρητικών στα όπλα. Μια συνήθεια η οποία ανάγεται στους προηγούμενους αιώνες και στα επαναστατικά χρόνια. Η αγάπη των κρητικών στα πυροβόλα όπλα είναι στοιχείο της κουλτούρας και της ταυτότητάς τους. Μπορεί να είναι αρνητικό στοιχείο, όμως οι κρητικοί αυτοπροσδιορίζονται και μέσα από την αγάπη των όπλων αλλά και οι μη κρητικοί τους προσδιορίζουν επίσης ως άτομα που αγαπούν τα όπλα.
Είναι άλλη συζήτηση αν η αγάπη αυτή προάγει τη λειτουργία της κοινωνίας, αν δημιουργεί πολιτισμό ή αν αντίθετα αποτελεί μια συνήθεια που χρησιμοποιεί τα όπλα ως σύμβολα ισχύος και άσκησης βίας, οπότε προφανώς δεν προάγει πολιτισμό. Τη σημαντικότερη όμως σημασία, η οποία συχνά παραγνωρίζεται, έχει η νομοθεσία γύρω από την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, μια που το τι είναι νόμιμο και τι παράνομο εξαρτάται από τη νομοθεσία. Μια νομοθεσία λογική, με κοινωνική συναίνεση κάνει περισσότερο αποτελεσματική την εφαρμογή της. Μια γενική απαγόρευση, κόντρα σε μια γενική επιθυμία, δημιουργεί πολλούς παράνομους. Τι γίνεται λοιπόν στον τομέα αυτό;
Στην Ελλάδα η νομοθεσία για τα όπλα, όπως και σε άλλους τομείς είναι σε πολλές περιπτώσεις υπερβολική, αντιφατική, παράλογη και βέβαια δύσκολη στην εφαρμογή της. Είναι η χαρά των δικηγόρων, των διαμεσολαβητών. Αλλά κυρίως των λαθρεμπόρων.
Κατά καιρούς, η αστυνομία ανακαλύπτει διάφορα οπλοστάσια, τα οποία μπορεί να περιέχουν από τα πιο επικίνδυνα όπλα, μέχρι όπλα κειμήλια. Επίσης κατά τη χρήση των όπλων σε γλέντια, γάμους, βαφτίσεις κλπ, συνήθως η Αστυνομία δεν επεμβαίνει, και ορθώς πράττει, δεδομένου ότι μια τέτοια επέμβαση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αιματοχυσία. Όμως πιεζόμενη να κάνει κάτι, συνήθως κατόπιν εορτής συλλαμβάνει τον υπεύθυνο του χώρου που έπεσαν οι πυροβολισμοί, εκείνος αυτονόητα δεν καταδίδει εκείνους που πυροβόλησαν, γίνεται «ήρωας» στα μάτια του περίγυρού του και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Όμως η κακή συνήθεια εξακολουθεί αλώβητη.
Πρέπει να πούμε εδώ, ότι η ζήτηση όπλων και πυρομαχικών στην Κρήτη κάτω από γενική απαγόρευση σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις σε βαθμό κακουργήματος, δημιουργεί προφανώς ένα επικερδές εμπόριο με το οποίο ασχολούνται οργανωμένες ομάδες με συνεκτικά στοιχεία συνήθως τη συγγένεια. Βασικό όπλο του λαθρεμπορίου αυτού είναι η επιθυμία πωλητών και αγοραστών η κάθε αγοραπωλησία να γίνεται διακριτικά και με άκρα μυστικότητα, αν και συχνά μια μικρή ομάδα γνωρίζει το δρόμο που πέρασε ένα όπλο προκειμένου να αποκτηθεί από τον κατοχό του. Η ομάδα αυτή όμως απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των μερών. Μέσα από εκεί άλλωστε «ψαρεύονται» και νέοι υποψήφιοι πελάτες.
Η νομοθεσία για την κατοχή και χρήση όπλων, προφανώς είναι ίδια σε ολόκληρη τη χώρα. Όμως όπως όλοι καταλαβαίνουμε, έχει διαφορετικό αντίκτυπο να ρίχνει κάποιος με Καλάσνικοφ στην πλατεία Κολωνακίου και διαφορετικό σε ένα γάμο π.χ. στα Ανώγεια.
Η επιθυμία απόκτησης όπλου στην Κρήτη είναι ιδιαίτερα έντονη, με αποτέλεσμα τελικά η κατοχή όπλων στο νησί να είναι αυξημένη και ποιοτικά και ποσοτικά. Στην πρώτη περίπτωση, ολοένα και περισσότεροι ψάχνουν το καλύτερο όπλο, από άποψη γοήτρου κυρίως και με βάση διάφορα χαρακτηριστικά. Άλλοι με βάση την ταχυβολία του ή τη χωρητικότητα του γεμιστήρα, άλλοι με κριτήριο το βεληνεκές ή την ευθυβολία και άλλοι απλά με τον κρότο.
Προκειμένου κάποιοι να μπορούν να είναι νόμιμοι και να οπλοφορούν, φροντίζουν για την έκδοση άδειας οπλοφορίας είτε για λόγους ασφάλειας, είτε για σκοπευτικούς αθλητικούς λόγους. Η διαδικασία έκδοσης άδειας, ήταν για χρόνια και εξακολουθεί να είναι, ένα σημαντικό ζήτημα ρουσφετιού. Για το σκοπό αυτό έχουν συσταθεί αρκετοί σκοπευτικοί σύλλογοι. Όμως επειδή η ζήτηση γενικά είναι μεγάλη, συχνά πιέζονται οι σύλλογοι αυτοί από εκείνους που κατέχουν παράνομα όπλα ,να αποτελούν ένα μέσο εξεύρεσης πυρομαχικών.
Την ίδια στιγμή, η κατοχή Κυνηγετικών όπλων, είναι περισσότερο εύκολη και στην πράξη ο καθένας μπορεί να προμηθευτεί νόμιμα μια Κυνηγετική καραμπίνα για κυνηγετική χρήση. Μάλιστα οι κυνηγετικές καραμπίνες, ειδικά οι ημιαυτόματες (χράπα-χρούπα), έχουν ιδιαίτερα μεγάλη δύναμη πυρός και είναι περισσότερο πρόσφορες για εγκληματικούς σκοπούς. Πολύ περισσότερο πάντως από μακρύκαννα πολεμικά όπλα ή από περίστροφα και πιστόλια. Έτσι παρουσιάζεται το οξύμωρο, η κατοχή ενός λειτουργικού όπλου του B Παγκοσμίου πολέμου ή ακόμη και του Α? (π.χ. ένα Enfield ή ένα Malinher αντίστοιχα), να απαγορεύεται παντελώς, ενώ μια σύγχρονη λειόκανη κυνηγετική καραμπίνα να μπορεί να την προμηθευτεί ο καθένας. Παρεμπιπτόντως, οι περισσότερες ανθρωποκτονίες με πυροβόλο όπλο στην Κρήτη αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, έχουν γίνει με Κυνηγετικές καραμπίνες.
Η όλη κατάσταση λοιπόν αποτελεί άλλη μια αντίφαση της Ελληνικής Νομοθεσίας και του παρωχημένου και αυταρχικού τρόπου που σκέπτονται οι αρμόδιες Ελληνικές υπηρεσίες. Κατά τη στιγμή μάλιστα συζήτησης στη Βουλή της τροποποίησης επί το αυστηρότερο της σχετικής νομοθεσίας, ο τότε αρμόδιος Υπουργός Χρήστος Παπουτσής, ισχυρίστηκε το αμίμητο ότι οι διόπτρες αυξάνουν το βεληνεκές του όπλου. Στην πραγματικότητα διευκολύνουν τη σκοποβολή, και άλλες χώρες επιβάλλουν τη χρήση τους κατά το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων όπως π.χ. Αγριογούρουνα , ελάφια, προκειμένου οι κυνηγοί να βλέπουν που πυροβολούν. Αντίθετα στην Ελλάδα, θρηνούμε κάθε χρόνο περί τους δέκα κυνηγούς τους οποίους οι συνάδελφοί τους, τους περνούν για?αγριογούρουνα. Εννοείται ότι αν θέλει κάποιος να χρησιμοποιήσει διόπτρα για εγκληματικούς σκοπούς, δεν θα τον σταματήσει η?απαγόρευση της διόπτρας!

Η υπερβολική αλλά ταυτόχρονα αναποτελεσματική αυστηρότητα, γύρω από τα όπλα έχει και άλλες σοβαρές οικονομικές συνέπειες. Έτσι η Ελλάδα δεν έχει καθόλου βιομηχανία παραγωγής Κυνηγετικών όπλων ή πυρομαχικών όταν χώρες όπως π.χ. η Τουρκία αναπτύσσουν ραγδαία τον κλάδο, ενώ άλλες όπως; Η Ιταλία πρωτοπορούν.
Δεν αναπτύσσεται καθόλου ο Κυνηγετικός τουρισμός, όταν χώρες όπως η Βουλγαρία, η Σερβία, η Αυστρία, αλλά και η?Σουηδία κι η Φιλανδία προσφέρουν σημαντικά πακέτα κυνηγετικού τουρισμού.

Η νομοθεσία για τα όπλα στην Ελλάδα, αλλά και ο τρόπος αντιμετώπισης της παράνομης οπλοκατοχής είναι ένα τυπικό παράδειγμα πρόχειρης και επιπόλαιης νομοθεσίας, αλλά και κακοδιοίκησης. Όσο και αν ακούγεται ασήμαντο σε σχέση με τα άλλα σημαντικά θέματα που μας απασχολούν, πρέπει να αποτελέσει μια σημαντική μεταρρυθμιστική προσπάθεια το συντομότερο ώστε να σταματήσει αυτού του είδους η υποκρισία, η ταλαιπωρία αστυνομικών και πολιτών αλλά και να υπάρξει και στοιχειώδης αποτελεσματικότητα στην διαχείριση της ουσιαστικής παρανομίας.

Το ότι η υπάρχουσα νομοθεσία δεν έχει συμβάλλει ούτε κατά διάνοια στη μείωση του φαινομένου, δείχνει την ανεπάρκειά της. Τι πρέπει να γίνει; Κατ αρχήν προσαρμογή σε όσα ισχύουν πανευρωπαϊκά, στο πλαίσιο της Ε.Ε. είμαστε η μοναδική χώρα που και σ αυτό τον τομέα, τραβάμε δικό μας, αναποτελεσματικό δρόμο. Δεν μπορεί για παράδειγμα να βάζεις στην ίδια μοίρα το Enfield με το Kalashnikov κάτω από το χαρακτηρισμό «πολεμικό όπλο», δεν μπορείς να επιτρέπεις καραμπίνες επαναληπτικές λειόκανες και να απαγορεύεις μακρύκανα κυνηγετικά τριχωτών θηραμάτων. Δεν μπορείς να καθιστάς απαγορευτική σχεδόν την ίδρυση ιδιωτικών σκοπευτηρίων και την ίδια στιγμή να αναγκάζεις στη δημιουργία σκοπευτικών συλλόγων-βιτρίνα. Δεν μπορεί να μην επιτρέπεις τη βιομηχανία παραγωγής κυνηγετικών όπλων και να εισάγεις 50000 όπλα το χρόνο, δεν μπορείς να μην επιτρέπεις την ιδιότητα του συλλέκτη με δηλωμένα όπλα και ταυτοποιημένα ως προς το «αποτύπωμά» τους. Είναι πολλά ακόμη που θα μπορούσαμε να γράψουμε, πρέπει όμως επιτέλους να καταλάβουμε ότι αυτή η νομοθεσία που υπάρχει, μόνο το λαθρεμπόριο όπλων και πυρομαχικών ευνοεί.