Michael Keaton: Κι όμως ο Big Mac είναι ακόμα εδώ

12.51

Το 2014 συμπλήρωνε πάνω από μια δεκαετία χωρίς ούτε μία αξιομνημόνευτη ερμηνεία. Οι επιλογές του πήγαιναν από το μέτριο στο κακό και τούμπαλιν και η εικόνα του τύπου από το Jackie Brown ήταν η τελευταία πολύ καλή ανάμνηση από τον Michael Douglas (ναι, καλά διαβάζετε, αφού αυτό είναι το κανονικό του όνομα, το οποίο λόγω του γηραιότερου συνονόματου και συνεπώνυμου το άλλαξε σε Michael Keaton, μιας και είχε αγάπη στον Buster Keaton).



To 2013 ήταν το έσχατο σημείο του, αφού κατάφερε να δεχτεί μήνυση επειδή κατέστρεψε την ταινία Merry Gentlemen του 2008, με τους ενάγοντες να τον κατηγορούν για αθέτηση υποσχέσεων και ότι δεν έφτασε στα στάνταρ του.


Και όλα αυτά για έναν τύπο που μας έχει χαρίσει τον motormouth Bill Blazejowski στο Night Shift το 1982 (έναν ρόλο που τον κράτησε στο τσακ, αφού το μαλλί του και η τσίχλα που είχε διαρκώς στο στόμα σαν τον Alex Ferguson, είχαν εκνευρίσει τους παραγωγούς, στο τέλος όμως όλοι μιλούσαν για τον ευφυή τρόπο ερμηνείας του).


Ή τον Hunt Stevenson στο Gung Ho, τον πρώτο κινηματογραφικό Batman της νέας εποχής του ήρωα μετά την δεκαετή απουσία του από σινεμά και τηλεόραση, τον Daryl Poynter στο Clean And Sober που ήταν το alternation του από την κωμωδία στο δράμα, και φυσικά τον Beetlejuice. Όταν όμως δεν τα βρήκε με την παραγωγή και κοίταξαν αλλού για Νυχτερίδα, ο Keaton είδε τις πόρτες να ανοίγουν πολύ πιο δύσκολα. Ο ίδιος περιέγραψε την περίοδο κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, αλλά και μετά ως μια σκοτεινή κατάσταση, όπου ήταν απλά μόνος του στο Λονδίνο μακριά από το παιδί του.

Η δεκαετία του 2000 ήταν η χειρότερη της ζωής του, αφού κατάφερε να σβήσει το παρελθόν του. Κατάφερε μέχρι και να κάνει το ταλέντο του στο stand up comedy να εξαφανιστεί σαν την άμμο στον άνεμο.



Το 2006 βρέθηκε κοντά στο δικό του rebirth, αλλά ο ρόλος του Jack Sephard στο Lost άλλαξε δομή και τον άφησε. Όπως όμως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η στιγμή που φτάνεις στο χείλος του γκρεμού είναι αυτή που μαθαίνεις να ισορροπείς. Και ο Michael Keaton βρήκε αυτή την ισορροπία στο πρόσωπο του Alejandro Inaritu.



Το Birdman ήταν μια ταινία στα μέτρα του Keaton, ο οποίος είχε όμως την ατυχία να βρεθεί ως πρωταγωνιστής δίπλα στον Edward Norton, οπότε ήταν ουσιαστικά δευτεραγωνιστής. Βρέθηκε υποψήφιος στα Oscar, όλοι τον θεωρούσαν φαβορί, αλλά ο Eddie Redmayne του βγήκε με φλας και ο Keaton βρέθηκε να κρατάει έναν ευχαριστήριο λόγο στο χέρι και να τον βάζει άρον άρον στην τσέπη για να μη δουν την αγωνία του, συγκράτησε την συγκίνηση του και χειροκρότησε τον Eddie.

Στο Spotlight βρισκόταν και πάλι σε μια μεγάλων προδιαγραφών ιστορία, από αυτές που δεν ευδοκιμούν σήμερα στον κινηματογράφο, η οποία δεν πόνταρε σε τρομερά εφέ κτλ. Ήταν ένα σπουδαίο narrative. Κι εκεί όμως έπεσε πάνω στον μεγάλο τοίχο που ακούει στο όνομα Mark Ruffalo, αν και έκανε έναν ρόλο που τον είχε ονειρευτεί για κανονικό επάγγελμα: δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης της στήλης.



Τώρα, ο Michael Keaton ετοιμάζεται για το 3/3 και την δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που θα μπει στα παπούτσια κάποιου υπαρκτού προσώπου, αυτά του Ray Kroc στο The Founder, όπου θα εξιστορηθεί το πως ο Kroc αγόρασε την ιδέα ενός άλλου πίσω στο 1961 και έγινε ο μεγιστάνας των McDonald’s που βρίσκονται σήμερα παντού και του αποφέρουν ετήσια έσοδα πολλών δισεκατομμυρίων. Δεν γνωρίζω αν θα βρεθεί στα Oscar ξανά ή στις Χρυσές Σφαίρες, αλλά θα έχει κάνει ένα βήμα προς το damage control της προηγούμενης δεκαετίας. Όχι γιατί το αξίζει ή όχι. Απλώς γιατί σε τέτοιους ανθρώπους είναι απλώς ο καιρός που έχει γυρίσματα.



Είναι ένας ακόμα ρόλος που ο ίδιος τον χαρακτηρίζει «throw me my pitch». Ο Tim Burton είπε γι΄αυτόν ότι τα μάτια του είναι η μεγαλύτερη υποκριτική του δύναμη που τον μεταφέρει με την ίδια επιτυχία από το κωμικό στο δραματικό. Ο Michael Keaton όμως απέκτησε καλύτερη επαφή με τα μάτια του σε μια ηλικία που υποτίθεται ότι αρχίζουν να σε προδίδουν. Ίσως τελικά αυτό να ήταν και το τραμπολίνο που τον εκτοξεύει για να τον προσγειώνει.