Το πράσινο τσάι «σύμμαχος» ενάντια στο ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής

09.15

Οι πολύτιμες πολυφαινόλες του τσαγιού προστατεύουν από τη ρήξη του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, διαπίστωσαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κιότο.

Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι μια επικίνδυνη κατάσταση στην οποία η κεντρική αρτηρία του σώματος παρουσιάζει διάταση. Εάν δεν αντιμετωπιστεί, το ανεύρυσμα μπορεί να υποστεί ρήξη και στην περίπτωση αυτή οδηγεί στο θάνατο στο 50% των περιπτώσεων.

Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής συχνά περνά απαρατήρητο επειδή δεν προκαλεί συμπτώματα έως ότου επέλθει η ρήξη του, επισημαίνει ο Kenji Minakata, ένας εκ των συντακτών της μελέτης που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Journal of Vascular Surgery. Εάν ο ασθενής σταθεί τυχερός και εντοπιστεί έγκαιρα το ανεύρυσμα, τότε αντιμετωπίζεται χειρουργικά.

Μέχρι σήμερα δεν έχουν σχεδιαστεί αποτελεσματικές φαρμακολογικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του ανευρύσματος.

Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, αποδείχθηκε ότι οι πολυφαινόλες του πράσινου τσαγιούαναγεννούν την ελαστίνη, μια πρωτεΐνη-κλειδί που προσδίδει στην αρτηρία ελαστικότητα αλλά και αντοχή. Με δεδομένο ότι το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής προκαλείται από την εκδήλωση φλεγμονής και την αποδυνάμωση της ελαστίνης στα τοιχώματα της αρτηρίας, οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση του πράσινου τσαγιού στην εκδήλωση και την εξέλιξη του ανευρύσματος.

Οι σχετικές κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν σε πειραματόζωα (ποντίκια) με ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής έδειξαν ότι οι πολυφαινόλες του πράσινου τσαγιού οδήγησαν σε μικρότερη εξέλιξη του ανευρύσματος, λιγότερη φλεγμονή στα τοιχώματα της αρτηρίας και μεγαλύτερη παραγωγή ελαστίνης, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο ρήξης του ανευρύσματος.

«Οι Ιάπωνες έχουν το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής στον κόσμο και μελέτες δείχνουν ότι το 80% του πληθυσμού πίνει πράσινο τσάι καθημερινά» δηλώνει ο Hidetoshi Masumoto, επίσης συντάκτης της μελέτης. «Εκτιμούμε ότι η καθημερινή πρόσληψη πράσινου τσαγιού θα πρέπει να αποτελέσει μια νέα προληπτική στρατηγική για το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, ενώ το σημείο επικέντρωσης μελλοντικών μελετών θα πρέπει να είναι η βέλτιστη δόση» συμπληρώνει ο ερευνητής.